ξεσαβούρωτος

ξεσαβούρωτος
η , ο мор. без балласта (о судах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεσαβούρωτος" в других словарях:

  • ξεσαβούρωτος — η, ο [ξεσαβουρώνω] 1. (για πλοίο) αυτός που δεν έχει σαβούρα, που είναι χωρίς έρμα, ανερμάτιστος 2. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί καθετί το περιττό 3. μτφ. αυτός που δεν έχει επαρκές ηθικό έρμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»